Ανυποψίαστες στιγμές...

Άβαταρ μέλους
andreas
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7688
Εγγραφή: 20 Ιαν 2009, 15:49
16
Τοποθεσία: Nederlands
Has thanked: 11686 times
Been thanked: 11851 times
Ηλικία: 46
Επικοινωνία:

Κρυφό περιεχόμενο
This board requires you to be registered and logged-in to view hidden content.
ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα
Άβαταρ μέλους
andreas
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7688
Εγγραφή: 20 Ιαν 2009, 15:49
16
Τοποθεσία: Nederlands
Has thanked: 11686 times
Been thanked: 11851 times
Ηλικία: 46
Επικοινωνία:

Το βρήκες τυχαία, ακουμπισμένο σε έναν παλιό δερμάτινο πρόχειρα με ένα πανί σκεπασμένο καναπέ, καθόταν εκεί, σαν ένα γαϊδουρινά υπομονετικό φάντασμα.
Σκόνη μπήκε στα ρουθούνια σου με το που τράβηξες το πανί που το σκέπαζε. Θα φτερνιζόσουν αλλά όταν το αντίκρισες σου κόπηκε κάθε όρεξη ακόμα και για αυτήν την ακούσια πράξη της εισπνοής, εκπνοής.
Σαν να ξεφούσκωσες έκατσες δίπλα του και άρχισες να το παρατηρείς και όσο το παρατηρούσες τόσο ποιο περίεργο σου έμοιαζε.
Το πορτρέτο ενός πολύ οικείου προσώπου, αλλά όσο τα μάτια σου έπαιζαν μια εδώ και μια εκεί, σαν να σε κορόιδευε αυτό.
Εκεί που έβλεπες μαύρα μαλλιά σαν να τα έβλεπες γκρίζα τώρα.
Σαν να έβλεπες γένια ξαφνικά εκεί που πριν από λίγο θα έλεγες πως ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Ξανακοιτούσες στα ίδια σημεία και να σου πάλι μαύρα μαλλιά και φρεσκοξυρισμένος.
Κοίταζες τα μάτια του και τα έβλεπες και ήταν σαν να σε διαπερνούσε με το βλέμμα του, άλλαζες για λίγο την θέα σου και όταν ξανασυναντιόσουν με το βλέμμα του σαν να είχαν θολώσει και σαν να σε κοιτούσαν με λύπηση και ίσως και μίσος.
Στα χείλη σαν το κοίταξες αρχικά τα είδες κάπως γελαστά μα να, μπροστά στα μάτια σου τα ίδια χείλη που πριν λίγο σαν να σου γελούσαν από χαρά τώρα ένα δόλιο χαμόγελο είχαν.
Γύρισες στα μάτια και τι να δεις; Μαύρους κύκλους εχουν βγάλει και τα μάγουλα λίγο πιο κάτω ξανά για μήνες αξύριστα φανήκανε.
Είχες ξεχάσει να πάρεις ανάσα, πως μπόρεσες; Έκανες μια βαθιά εισπνοή και όλη η κλεισούρα, η υγρασία του υπογείου και μια χαρμολύπη γέμισαν τα πνευμόνια σου.
Εκπνοή...
Έκλεισες τα μάτια σου για λίγο και πήρες μικρότερες ανάσες προσπαθώντας στο μυαλό σου να εξηγήσεις τα ανεξήγητα.
Ελπίζοντας πως όλα θα ξαναγίνουν όπως όταν τον είδες πρώτα, άνοιξες τα μάτια σου.
Έναν γέρο αντίκρισες όμως, τα μάτια εξακολουθούσαν να σε κοιτάνε αλλά τώρα πια ασυναίσθητα, κενά. Σαν να μην κοιτούσαν εσένα αλλά από μέσα σου, σαν από διαφάνεια ή χειρότερα, από θολωμένο τζάμι.
Τώρα πια δεν είχαν μόνο μαύρους κύκλους αλλά και σακούλες κάτω από αυτά.
Τα μαλλιά στο κεφάλι δεν ήταν μόνο γκρίζα είχαν αραιώσει κιόλας και τα σαρκώδη χείλη που είχες δει πριν λίγο τώρα είχαν γίνει χοντρές μελανές γραμμές.
Ένα σφίξιμο και το χέρι σου ασυναίσθητα άρπαξε την μπλούζα σου στο ύψος της καρδιάς.
Σηκώθηκες απότομα, άρπαξες το πορτρέτο, αυτό το καταραμένο πορτρέτο και αποφάσισες να το πετάξεις.
Λαχανιασμένος ανέβηκες τα σκαλιά και βγήκες στο ηλιόλουστο και καθαρό αέρα.
Κρατούσες το πορτρέτο στο αριστερό σου χέρι, όρθιος με το κεφάλι σκυμμένο σαν να σε είχαν μαλώσει οι γονείς σου.
Οι ώμοι σου βαριοί, σαν να σε είχαν φορτώσει με όλα τα βάρη του κόσμου. Τα πόδια δεν σε βαστάνε.
Τα μάτια σου θόλωσαν.
Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή εκπνοή, εισπνοή εκπνοή, εισπνοή εκπνοή, εισπνοή εκπνοή....
Κοιτάς για άλλη μία φορά το πορτρέτο...
Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή εκπνοή, εισπ.



Σήμερα είχα αυτήν την εικόνα/ιδέα το απόγευμα.
Δεν πιστεύω πως είναι ολοκληρωμένη η ιστορία αλλά είναι η "συμπύκνωση" της.
:helt
Είμαι ανοιχτός στην κριτική. Οποιαδήποτε κι αν είναι.
ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα
Άβαταρ μέλους
andreas
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7688
Εγγραφή: 20 Ιαν 2009, 15:49
16
Τοποθεσία: Nederlands
Has thanked: 11686 times
Been thanked: 11851 times
Ηλικία: 46
Επικοινωνία:

Γλύκισμα...

Όταν φτάσαμε στο χωριό όπου θα μέναμε για έναν περίπου χρόνο ήμουν δεν ήμουν 9 χρονών, αν θυμάμαι καλά ήταν λίγο πριν το καλοκαίρι. Στο σχολείο πια δεν υπήρχε λόγος να πάω αλλά και αν πήγαινα θα τα έβρισκα μπαστούνια μιας που δεν ήξερα να διαβάζω και να γράφω στα ρώσικα.
Στους γονείς μου συστήσανε μια πολύ καλή δασκάλα να μου κάνει ιδιαίτερα για να μάθω γρήγορα γραφή και ανάγνωση.
Νομίζω πως πήγαινα αρκετά συχνά σε αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο.
Αλλά δυστυχώς δεν θυμάμαι πολλά πράγματα γι αυτήν. Θυμάμαι όμως πως ήταν νέα και όμορφη.
Με μακριά καστανά μαλλιά και ίσως πράσινα μάτια. Νεόνυμφη με ένα μωράκι.
Δούλευε στο σπίτι γιατί μόλις είχε γεννήσει και ήταν σε άδεια τοκετού.
Θυμάμαι πως ήταν γλυκιά και καλή, πάντα με έναν γλυκό λόγο όταν έκανα κάτι καλά ή σωστά.
Πάντα μου λέγε, μπράβο καλέ μου και ο μικρός μου εγωισμός αμέσως φούσκωνε, άλλο λίγο και θα έσκαγε.
....
Καθόμουν στην καρέκλα και η αυτή μου υπαγόρευε.
Το χαρτί το φώτιζε ο ήλιος που προσπαθούσε να μπει με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία στο μικρό σαλονάκι.
Εγώ προσπαθούσα αργά να σχηματίσω τις λέξις γράμμα γράμμα, λέξεις που θα έβγαζαν κάποιο νόημα αν κατάφερνα να τις γράψω χωρίς λάθος.
Ένα "νιαουριτό" ακούστηκε. Η δασκάλα σταμάτησε για λίγο και ζήτησε από την μικρή βοηθό της να συνεχίσει με την υπαγόρευση.
Τα δάχτυλά μου πιέζανε με ζήλο το στυλό και αυτό με την σειρά του άφηνε το στίγμα το στο χαρτί κυριλλικούς χαρακτήρες που τώρα αν τους διάβαζα θα γελούσα τρανταχτά. Βιαζόμουν, ήθελα να τελειώσω γιατί ήθελα να βγω να παίξω έξω με τους φίλους μου. Αλλά δεν ήθελα να κάνω και λάθος.
Ο εγωισμός μου δεν μου το επέτρεπε να κάνω λάθος. Όχι τώρα που ήξερα τι σημαίνει κάθε καρεκλάκι κάθε τραπεζάκι που ήταν από την καλή κι από την ανάποδη.
Το νιαουριτό δεν μου αποσπούσε την προσοχή πια, στο δωμάτιο ακουγόταν μόνο το άγχος που σερνόταν πάνω στο χαρτί από το στυλό.
Τελείωσα, διάβασα αυτά που είχα σχηματίσει με τόση προσοχή πριν λίγο γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι αρκετά προσεκτικός.
Αφού ήμουν πια ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα πήρα το χαρτί από το τραπέζι, σηκώθηκα και έκανα μεταβολή, ακολούθησαν 2 βήματα και ήμουν μπροστά της, φάντης μπαστούνι. Με ένα χαμόγελο γεμάτο περηφάνια και ευχαρίστηση να περιμένω το γλύκισμά μου.
Σήκωσα τα μάτια μου από το χαρτί και το έδωσα στην δασκάλα μου.
Το χαρτί έφυγε από το προτεταμένο μου χέρι αποκαλύπτοντας ένα σκηνικό πολύ συνηθισμένο κατά τα άλλα, όχι όμως για εμένα.
Στην αγκαλιά της κράταγε το μικρό "γατάκι" και την αιτία της σιωπής του.
Ένα γεμάτο στήθος, όχι μεγάλο αλλά ούτε και μικρό.
Όσο διάβαζε η δασκάλα τις καλικατζούρες μου εγώ χάζευα το στήθος που το λαίμαργο μωράκι βύζαινε.
Ο ήλιος έκανε μια μεγαλύτερη προσπάθεια σαν να με είχε καταλάβει ο μπαγάσας και το δωμάτιο για λίγο σαν να γέμισε όλο φως.
Κάνοντας το στήθος της δασκάλας μου να αναδείξει το όχι και τόσο μελαμψό του χρώμα.
Μου φάνηκε σαν ένα απαλό λευκό πουπουλένιο μαξιλάρι. Μου ήρθε η επιθυμία να ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω του και να αισθανθώ την απαλότητα του, να ανακαλύψω αν ήταν τόσο απαλό και σφριγηλό όσο μου φαινόταν.
Η ανάγνωση τελείωσε και πριν προλάβει να στρέψει το βλέμμα της πάνω μου εγώ είχα ήδη γυρίσει το δικό μου σε αυτήν.
Μου χαμογέλασε γλυκά όπως πάντα και όπως πάντα και πάλι μου είπε.
молодец мой хороший.
Μπράβο καλέ μου, πήγαινε τώρα να παίξεις.
Εγώ που περίμενα ένα μόνο γλυκάκι, πήρα δύο. Το ένα το αναμενόμενο, κόρεσε τον εγωισμό μου, όσο για το άλλο, είχε για εμένα μια νέα γεύση μια πιο γλυκιά αλλά και πικάντικη ταυτόχρονα.
Αυτή η στιγμή της ζωής μου με σημάδεψε και είναι κάτι που δύσκολα θα ξεχάσω.
ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα
Άβαταρ μέλους
andreas
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7688
Εγγραφή: 20 Ιαν 2009, 15:49
16
Τοποθεσία: Nederlands
Has thanked: 11686 times
Been thanked: 11851 times
Ηλικία: 46
Επικοινωνία:

Κοντά στα τέλη της διετής θητείας μου στην ξεπεσμένη σοβιετική ένωση, η φτωχική οικία μας είχε δει κάμποσους καβγάδες.
Τότε δεν σκάμπαζα και πολλά για τον λόγο των καυγάδων αυτόν, το μόνο που καταλάβαινα είναι ότι αυξάνονταν με τον καιρό.
Ο ακόμα άμορφος ψυχισμός μου του τότε δεχόταν, αποδεχόταν και κατανάλωνε τα πάντα. Δημιουργώντας το άσχημο πλέον, αλλά και πέτρινο ψυχισμό που τώρα πια είμαι ένα με αυτό.

Όπως λέει ο Βασίλης εγώ είμαι εγώ και τα 'χω βρει με την δική μου ράτσα.

Οι καυγάδες είχαν ξεκινήσει κοντά στα μέσα της πρώτης χρονιάς, λίγο αφού μετακομίσαμε στο ισόγειο διαμέρισμα.
Το σαλόνι του ήταν το δωμάτιό μου, κι ο μικρός καναπεδάκος του, το κρεβάτι μου. Δεν με ένοιαζε διόλου. Είχα κάνει και σε πολύ χειρότερα. Αυτό έμοιαζε παλάτι στα μάτια μου.
Ένα τεράστιο τρυφηλό παράθυρο κοίταζε τον χωματένιο χώρο μπροστά από την πολυκατοικία. Το χειμώνα γέμισε νερό που πάγωσε και τα παιδιά έκαναν πατινάζ. Την άνοιξη όταν ο πάγος έλιωσε εμφανίστηκαν γυρίνοι, βαζάκι και μετά ψάρεμα.
Εκεί ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα χτυπήσω άνθρωπο στην ζωή μου.

Τη δεύτερη χρονιά μετακομίσαμε σε ένα σπίτι ενός σοφχόζ (κολεκτίβα φάρμας), όμορφο χωριάτικο σπιτάκι, με μικρά δωμάτια.
Για άλλη μια φορά το σαλόνι του ήταν ο χώρος μου, μόνο που τώρα πια δεν είχα προσωπικό χώρο, μιας που για να πάνε οι γονείς μου στο δωμάτιο τους, έπρεπε να περάσουν από το σαλόνι. Πολλά έγιναν σε αυτό το χωριό. Τόσα πολλά και σημαντικά γεγονότα για εμένα. Ο πρώτος μου έρωτας, μια όμορφη κοκκινομάλλα ρωσιδούλα, το κερασάκι της τούρτας. Δυστυχώς η τούρτα είχε και κάποια πικρά κομμάτια. Κάτι που δεν θα έπρεπε αλλά τι να κάνεις, that's life όπως λέει ο φίλτατος Φρανκ.
Μια μέρα, για κάποιο λόγο η μάνα μου δεν μου είπε πού πάμε.
Τελικά καταλήξαμε σε ένα μικρό σπιτάκι που μας υποδέχθηκε μια γιαγιά.
Κάτι είπε στους γονείς μου και κάτσαμε σε ένα ξύλινο παγκάκι και οι τρεις μαζί. Εγώ δίπλα στην μάνα μου σαν κλωσοπουλάκι κάτω από την φτερούγα της.
Και δεξιά από την μάνα μου ο πατέρας μου. Ιδέα δεν είχα τι θέλαμε εκεί. Μην έχοντας τι να κάνω απλώς κοιτούσα το πάτωμα έχοντας βυθιστεί στις σκέψεις μου.
Η γιαγιά είχε εξαφανιστεί, θα πρέπει να είχα βυθιστεί πολύ βαθιά στις σκέψεις μου.
Ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό ΧΧΑΑΑΑΑΑΑααααααα όπως θα έκανε κάποιος που είδε το Θεό...
Έγινε τόσο δυνατά και τόσο απότομα που εγώ τραντάχτηκα, η μάνα μου το κατάλαβε και έσφιξε λίγο παραπάνω.
Δάκρυσα λίγο, με έπιασε το παράπονο. Αλλά κρατήθηκα. Συγκεντρώθηκα και αφού κατάλαβα ότι ήταν στο πρόγραμμα αυτό το βογκητό ηρέμησα.

Οι καυγάδες δεν σταμάτησαν ακόμα και όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, ο λόγος μονάχα άλλαξε.
Ώσπου ένα βράδυ σε αντίθεση με πολλά άλλα βράδια, ορκίστηκα στον εαυτό μου όχι άλλο.
Την επόμενη μέρα μίλησα στους γονείς μου. Καυγάδες δεν ξανά έζησα έκτοτε, δεν λέω πως οφείλεται σε εμένα. Μπορεί, αλλά δεν το πιστεύω.

Μετά από λίγα χρόνια ορκίστηκα να μην πιστέψω ποτέ στους τσαρλατάνους.

Τα επόμενα χρόνια πήρα πολλούς όρκους. Και μέχρι τώρα, δεν έχω πατήσει κανέναν (το κατα δύναμιν). Εύχομαι να μην πατήσω ποτέ.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις λένε. Εγώ λέω πως μερικές φορές αν δεν πεις μεγάλο λόγο, μεγάλη μπουκιά μην περιμένεις.


Υ.Γ. Ο κύριος AI είχε ρόλο του ορθογραφικού και γραμματικού ελέγχου.
ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα
Άβαταρ μέλους
andreas
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7688
Εγγραφή: 20 Ιαν 2009, 15:49
16
Τοποθεσία: Nederlands
Has thanked: 11686 times
Been thanked: 11851 times
Ηλικία: 46
Επικοινωνία:

Οι καθημερινές μου βόλτες με τον μικρό μου φιλαράκο (κυρ Δούκα) είχαν αρχίσει και γίνονταν κάπως βαρετές.
Για αυτό το λόγο λοιπόν αποφάσισα να αγοράσω ακουστικά, τουλάχιστον αυτό το μισάωρο θα έχω παρέα τη μουσική.

Τα ακουστικά πολύ καλά για τα λεφτά τους. Όχι ότι είναι φθηνά, αλλά δεν κάνουν δα όσο κάτι apple.

Και εκεί που έλεγα τουλάχιστον θα ακούω μουσική, εμφανίστηκαν και άλλα οφέλη.
Πολλές φορές στις βόλτες μου η φαντασία μου και ο συναισθηματισμός μου κυριολεκτικά οργιάζουν.
Την μια ένα τραγούδι με θέλει να χορέψω. Κι εγώ δεν ξέρω πως συγκρατιέμαι. Να με έβλεπε κανένας περαστικός Ολλανδός από καμιά γωνιά, λέω, να κάνω σβούρες με χέρια σαν φτερά γερακίσια ανοιγμένα, "πάει τα 'χασε ο μάστορας" θα έλεγε.
Δεν θα χε κι άδικο.
Την άλλη, έτοιμα τα δάκρυα, σαν ακατέργαστοι κρύσταλλοι, να πέσουν απ’ τα μάτια μου. Να θολώνουν το βλέμμα μου και εγώ μικρότερος κι από μυρμήγκι να χω γίνει.

Σήμερα πάλι, είχα μία πρωτόγνωρη εμπειρία.
Φαντασία και συναίσθημα χορέψανε μαζί. Ο καιρός ελαφρά βροχερός. Είναι από τις βροχές που μόλις πέσει στη γη επιστρέφει αμέσως στον ουρανό.
Χιλιάδες μικρές σταγόνες να πέφτουν και σε κάνουν να αναρωτιέσαι, τελειώνει η αρχίζει η βροχή;
Ήμουν στα μισά του περιπάτου μου. Στην στροφή του πετάλου, εκεί που κάνω την στροφή για την επιστροφή.
Αυτή την φορά την είχα πάρει ανάποδα, δηλαδή πήρα τον δρόμο του γυρισμού στο πέρα όσο για το δώθε θα ακολουθούσα τον δρόμο του καναλιού.

Μπαίνοντας στο δρόμο της επιστροφής, αντίκρισα το κανάλι που το πλάτος δεν πρέπει να είναι πάνω από 20 μέτρα.
Έτσι όπως πέφτανε οι μυριάδες σταγόνες πάνω στα στάσιμα νερά του, δημιουργούσαν αμέτρητους μικρούς υδάτινους κρατήρες.
Με έκανε να αισθανθώ ένας θεός που γίνεται μάρτυρας της γέννησης ή του θανάτου ενός κόσμου.

Και εκεί που πέφτανε σαν τις σταγόνες της βροχής στο κανάλι τα λόγια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου οι τελευταίοι στίχοι του "Cambays Water" ...

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο μπραζίλι
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
Μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Ο θεός που είχα αισθανθεί έγινε τόσο ασήμαντος μικρός και ξεχασμένος. Σαν ένα αγαλματίδιο θεότητας ξεχασμένο κάπου στον Αμαζόνιο.
Έστριψα αριστερά το άκαμπτο πλέον κορμί μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής όπως όπως με τον κυρ Δούκα να με σέρνει.

Υ.Γ. Βρήκα ένα παλιό lapop που είχα θαμμένο της google, από αυτά που μοιράσανε στα σχολεία κάποια στιγμή. Γιατί δεν άντεχα άλλο.
Τα χέρια μου με τρώγανε. Δεν μπορώ να κάνω πολλά με αυτό, αλλά τουλάχιστον για να γράψω κείμενα είναι αρκετό.
ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διάφορα”