Η Μαρατούνα

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
marinos79
Γυμνάσιο
Γυμνάσιο
Δημοσιεύσεις: 886
Εγγραφή: 22 Ιαν 2013, 12:57
11
Τοποθεσία: Βύρωνας - Αττικής.
Has thanked: 190 times
Been thanked: 762 times
Ηλικία: 62

Η ΜΑΡΑΤΟΥΝΑ

«βαρβάρων δι’ Έλληνας άρχειν εικός, αλλ’ ου βαρβάρους Ελλήνων»
Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1400

«Ο Δαρείος θέλει οπωσδήποτε να υποτάξη ολόκληρη την Ελλάδα και όχι μόνο να τιμωρήση τους Ερετριείς και τους Αθηναίους, που βοήθησαν την Ιωνική Επανάσταση. Το μίσος του κατά της Αθήνας συντηρούσε καθημερινώς ένας δούλος που είχε εντολή να του επαναλαμβάνη αδιάκοπα : θυμήσου τους Αθηναίους: «μεμνήσθαι μιν των Αθηναίων ».
Θυμάστε που μας έστειλε κήρυκες να ζητήσουν « γήν τε και ύδωρ » και τους πετάξαμε από την Ακρόπολη; Από τότε ετοιμάζεται ο άτιμος να μας υποδουλώση. Μάζεψε στρατό απ’ όλα τα μέρη της γής, έβαλε και τον ανεψιό του τον Αρταφέρνη αρχηγό μαζί με τον Δάτη τον γερο – στρατηγό και τους έστειλε να μας κατακτήσουν. Οι Ερετριείς θα κράταγαν την πόλι τους αν δεν ήταν ο Εύφορβος και ο Φίλαγρος, οι δυό κερατάδες που πρόδωσαν.
Αλλά εδώ εμείς θα τους νικήσουμε, ο Φειδιππίδης θα έλθη από την Σπάρτη με βοήθεια. – Πώς καταφέρνει και τρέχει έτσι όλη μέρα για μέρες ; δεν τ’ χω καταλάβει ποτέ.»
« Κατάκλιση σε δέκα λεπτά, άντε μαστρο- Νεοκλή, άσε τις ιστορίες, γιατί αύριο με την ανατολή είσαι με τον λόχο σου για περιπολία.»
Οι φωτιές σιγά-σιγά έσβησαν, αλλά τα μάτια του μαστρο-Νεοκλή δεν έκλειναν, θυμόταν την Καλλιστώ την γυναίκα του, τα παιδιά του, την γριά μάνα του, το εργαστήρι του, που πελέκαγε το μάρμαρο, θυμόταν…ονειρευόταν. «Ξύπνα μάστορα, σε λίγο χαράζει »
Μαζί με το άριστο ο οικέτης του έφερε και τα νέα, που τα έμαθε από τον υπηρέτη του στρατηγού, του κυρ Μίλτου. Χθες βράδυ όλοι οι στρατηγοί αποφάσισαν να αναθέσουν την αρχηγία στον κυρ Μίλτο, έτσι έπαψαν να αλλάζουν στρατηγό κάθε μέρα.
« Άντε παιδιά, σήμερα είναι η μέρα μας για περιπολία, ρε συ Αρίστο άσε τις μαγκιές και δέσε καλά τις περικνημίδες, να μας βλέπουν οι βάρβαροι σενιαρισμένους, τα κουτσαβάκικα στου Ψυρρή »
« Ζέστη σήμερα, κυρ λοχαγέ, να πάμε από την πηγή για νερό, προχθές οι Πλαταιείς είδαν κάτι Μήδους εκεί, λες να τους συναντήσουμε κι εμείς;»
« Μορ’ τι’ν τούτ οι αραπάδες; Πάνω τους να τους φάμε» φώναξε ο Μεγακλής που είχε πρόβατα στο Μενίδι και χωρίς άλλη κουβέντα άρπαξε έναν απ’ τα μαλλιά και τον έσφαξε σαν κριάρι, πίσω του ο Αρίστος με ένα μαχαιράκι, που είχε περασμένο μέσα στις περικνημίδες, κάρφωσε έναν άλλο που ήτανε δυό φορές σαν κι αυτόν. Οι υπόλοιποι αράπιδες φωνάζοντας κάτι ακαταλαβίστικα άρχισαν να τρέχουν κάτω στον κάμπο που ήταν το στρατόπεδό τους.
« Λοχία, οι άνδρες να ξεκουραστούν, εγώ πάω για αναφορά στο Α2»
« Τα έμαθες μαστρο – Νεοκλή; οι κολλημένοι οι Σπαρτιάτες έχουν λέει τα Κάρνεια και θα έλθουν όταν τελειώσουν με τις γιορτές τους, ζήσε Μάη μου… Καλά δεν ξέρουν ότι χωρίς πατρίδα ούτε θρησκεία , ούτε οικογένεια θα υπάρχη; Ας είναι. Οι άνδρες σου να ξεκουραστούν καλά το βράδυ. Αύριο με την πρωϊνή αναφορά έχουμε και συγκέντρωση από τον στρατηγό και μάλλον θα γίνη και η επίθεση, έχε τον νου σου ».
Πολύ πριν βγει ο ήλιος οι περισσότεροι ήταν στο πόδι, οι φήμες είχαν γίνει διαταγές, η μέρα είχε φθάσει, ξημέρωνε η 17 Μεταγειτνιώνος του τρίτου χρόνου της 72ας Ολυμπιάδος , οι γραμματικοί κάθε συντάγματος έγραφαν τις ημερήσιες διαταγές.
« Μάγκες. Προτού σας τα πει ο στρατηγός ήθελα να σας έλεγα και γω δυο λόγια. Είμαστε όλοι της ίδιας φυλής, από τον ίδιο δήμο και ξέρουμε καλά ο ένας τον άλλονε. Ήρθαμε εδώ για να πολεμήσουμε και να τους ξεσκίσουμε τους κερατάδες, που κουβαληθήκανε από του διαόλου τη μάνα για να μας πάρουνε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε και να μας πηδήξουνε και τις γυναίκες.
Μην κάνετε λοιπόν ρεζίλι τον δήμο μας. Δώστε τους να καταλάβουνε, τους πούστιδες.»
Μετά από τα σταράτα αυτά λόγια ο μαστρο – Νεοκλής οδήγησε τους άνδρες του παρακάτω στη γενική συγκέντρωση του στρατεύματος.
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και εμφανίστηκε ο αρχιστράτηγος.
« Άνδρες σε λίγο θα αρχίση η μάχη. Σ’ αυτήν θα συγκρουστούμε, εμείς οι ελεύθεροι και αυτοί οι μισθοφόροι. Εμείς που υπερασπίζουμε τα ιερά χώματά μας και τους τάφους των προγόνων μας και αυτοί που έρχονται να τα καταπατήσουν και να μας κάνουν σκλάβους. Αν αυτοί χάσουν, μπορούν να φύγουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Εμείς άμα χάσουμε που θα πάμε; Εμπρός λοιπόν, δείξτε τους, ότι δεν τους φοβάστε. Τιμήστε το όνομα της πατρίδας μας.»
« Όλοι οι αξιωματικοί στην τέντα του στρατηγού, για παραλαβή διαταγών »
« Τι λένε οι διαταγές μαστο – Νεοκλή; Πού θα ήμαστε εμείς;»
« Κύριοι. Έχουμε δύσκολο έργο. Η φυλή μας θα είναι ακριβώς στο κέντρο της παρατάξεως. Επί κεφαλής θα είναι ο στρατηγός, ο Αριστείδης. Στ’ αριστερά μας θα είναι οι χίλιοι Πλαταιείς και δεξιά μας η Αιαντίδα φυλή με τον Καλλίμαχο. Όταν αρχίσει η επίθεση, τα δύο άκρα της παράταξης, που θα έχουν τον πιο πολύ στρατό θα κινηθούν μπροστά. Σε μας στην μέση θα πέση όλη η δύναμη του εχθρού, θα οπισθοχωρούμε συνεχώς, αλλά με τάξη, κι όταν λέω με τάξη…δεν θα δείξουμε πλάτες. Αν όλα πάνε καλά τα δύο κέρατα θα προχωρήσουν, και θα αρχίσουν να κλείνουν σαν την δαγκάνα του κάβουρα.»

Στην άλλη μεριά γινότανε πολύς σαματάς καθώς ολοκληρωνότανε η παράταξις. Υπήρχε αισιοδοξία για το αποτέλεσμα. Επικρατούσε η άποψις, ότι δεν θα γινότανε καθόλου μάχη, μια και όσο ολοκληρωνόταν η παράταξις των αντιπάλων, τόσο φαινότανε καθαρά , ότι ήταν πολύ μικρότερη από την δική τους.
Στα μέρη τους όταν τελείωνε ο σχηματισμός και βλέπανε οι αντίπαλοι ότι ήταν λιγότεροι, τα μαζεύανε και φεύγανε. Εδώ όμως είχανε να κάνουνε με αλλιώτικους αντιπάλους. Λέγανε γι’ αυτούς ότι πολεμάγανε τζάμπα.
Άκου τζάμπα! Μα μουρλοί ήτανε;
( Πέρσης)
« Μούτρα, σας μάζεψα για να σας πω δυό λόγια. Σε λίγο θα κάνουμε τον περίπατό μας και μετά σας περιμένει μπόλικο πλιάτσικο και μανούλια. Αφού μέχρι σήμερα δεν συναντήσαμε αντίσταση, το ίδιο βιολί θα συνεχίζεται. Δεν είναι άσκημο πράμα, να παίρνουμε τον μισθό μας χωρίς να πολεμάμε.»
Μια σάλπιγγα διέκοψε τον λοχία. Εμφανίστηκε ο Πέρσης στρατηγός με τους υπασπιστές του, τους διερμηνείς του, κι άρχισε:
« Γενναίοι πολεμιστές, Λέοντες της ανδρείας. (οι διερμηνείς μετέφραζαν στις γλώσσες του στρατεύματος). Σε λίγο θα ορμίσουμε και θα πνίξουμε αυτούς τους λίγους θρασείς εκεί απέναντι και θα τους μάθουμε, τι θα πει δύναμη και υποταγή σ’ αυτήν. Συνεχίστε την λαμπρή προέλασή σας. Στο τέλος αυτής της εκστρατείας θα πάρετε και δώρο έναν μισθό.»
Τα άλφα δύο είχανε κάνει καλά την δουλειά τους. Και οι δυό μεριές είχανε μάθει πολλές πληροφορίες για τους αντιπάλους και τις είχανε αξιοποιήσει. Οι μεν ήταν λιγότεροι, αλλά ελεύθεροι. Οι άλλοι περισσότεροι, αλλά μισθοφόροι. Οι λίγοι όμως ήταν καλά γυμνασμένοι. Λένε ότι όλη τη μέρα τους, την περνάγανε στα γυμναστήρια. Το γυμναστήριο ήταν συγχρόνως και υποχρέωση και διασκέδαση γι’ αυτούς. Πιάσανε μια περίπολο από δαύτους. Όλοι τους είχαν φαρδύ στήθος, στενή μέση, γερά πόδια και χέρια. Αυτό όμως που έκανε περισσότερη εντύπωση, ήταν ο οπλισμός τους. Βαρύς κι ασήκωτος. Όπλα για μάχη σώμα με σώμα.
Αυτοί οι πολλοί, την αποφεύγανε τη μάχη. Γιατί άλλωστε να γίνονται σκοτωμοί; Δεν νικούσε ούτως ή άλλως αυτός που είχε τον μεγαλύτερο στρατό; Αν αυτό φαινότανε από την αρχή καθαρά, ο αντίπαλος με την μικρότερη παράταξη, τα μάζευε και έφευγε. Αν αυτό δεν φαινόταν από την αρχή, τότε άρχιζε η μάχη από μακριά και με το μαλακό. Μετά από λίγο αυτός που έχανε την υπεροχή, υποχωρούσε και όπου φύγει – φύγει. Παστρικά πράγματα.
Υπήρχε και η εμφάνισις. Η εντύπωση που δημιουργούσε, έπαιζε και αυτή τον ρόλο της. Οι πολλοί ήτανε πολύχρωμοι και φανταχτεροί. Επικρατούσαν οι χρυσοκέντητοι χιτώνες. Κάθε μισθοφορικό τμήμα ανάλογα με τον τόπο καταγωγής του είχε την στολή του. Σχεδόν όλοι είχαν μακριά γένια και μαλλιά όλο περμανάντ. Οι αξιωματικοί, αυτοί ήταν βαμμένοι και στολισμένοι σαν νύφες.
Οι άλλοι φοράγανε βαριά κράνη και μόνο οι αξιωματικοί είχαν χρωματιστά λοφία στην κορυφή τους. Αυτό που εντυπωσίαζε ήταν η σοβαρή αγριάδα τους. Αν δεν ήταν τόσο λίγοι, ασφαλώς θα προξενούσαν τον τρόμο. Ήταν άγριο το θέαμά τους. Κοντά τους βάδιζε και ένας δούλος και κράταγε τα όπλα τους. Να μην τα κουβαλάνε μέχρι το σημείο που θα άρχιζε ο αγώνας και κουράζονταν.
« Μάθαμε ότι το σπουδαιότερο όπλο τους είναι τα τόξα και τα βέλη. Το δύσκολο θα είναι να τους πλησιάσουμε. Έτσι όμως και φθάσουμε κοντά, μάγκες μου, τότε το πράγμα για μας είναι παιχνίδι. Έχουνε κάτι κοντά ακόντια και κάτι μικρά μαχαίρια. Τρίχες!
Βαράτε τους και σφάχτε τους, μέχρι να κοπούνε τα μπράτσα σας από την κούραση. Ούτε θώρακες δεν έχουν.»
« Ο οπλισμός τους με βάζει σε σκέψη. Κουβαλάνε μακρύ δόρυ και στο πλευρό τους κρέμεται βαρύ σπαθί. Είναι κατάφραχτοι, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Κουβαλάνε μεγάλη ασπίδα. Φοράνε θώρακα και έχουνε μέχρι και τις γάμπες τους προστατευμένες.»
« Εγώ δεν θάθελα να βρισκόμουνα κοντά τους. Ο πατέρας μου πολέμησε εναντίον τους στην Μικρά Ασία και χρόνια έκανε να συνέλθη από το σοκ που έπαθε στην μάχη.»
« Μην σκέπτεσαι τέτοια πράγματα, φίλε μου. Δεν θα προλάβουμε να έλθουμε καν στα χέρια μαζί τους. Τα εκατομμύρια βέλη μας, θα τους ξεπαστρέψουν, προτού προλάβουν να μας ζυγώσουν. Μην ξεχνάς και την καβαλαρία μας. Θα τους πετσοκόψη.»
« Για κυττάτε , όμως !»
« Νάτοι, έρχονται !»
« Πράγματι, τολμάνε !»
« Άνδρες. Ετοιμάσατε τόξα, επί της χορδής θέσατε βέλη !»
Το παράγγελμα του Πέρση αξιωματικού ακούστηκε μεταφρασμένο στις διάφορες γλώσσες του βαρβαρικού στρατεύματος, από την μια άκρη του μέχρι την άλλη…

Χίλια πεντακόσια μέτρα μακριά, στην πλευρά των Ελλήνων.
« Τον παιάνα !» Διέταξε ένας χιλίαρχος από τα Κίουρκα.
« Τον παιάνα !» Επανέλαβε ένας λοχαγός από το Μαρούσι.
« Μάγκες, τελειώσανε τα ψέματα » σιγομουρμούρισε ένας στρατιώτης από το Λιόπεσι.
« Τον παιάνα »
Οι δούλοι ανοίξανε τα χέρια τους που κρατάγανε κρόταλα και οι άλλοι ακουμπήσανε στα χείλια τους τις σάλπιγγες. Ο αρχιστράτηγος χτύπησε το δόρυ του πάνω στην ασπίδα του και με μιάς τα κρόταλα, οι σάλπιγγες και τα λαρύγγια μπήκαν σε ενέργεια. Οι λαιμοί σφίχθηκαν, τα χείλια άνοιξαν και η φωνή από χιλιάδες στόματα βγήκε στο αέρα. Μια φωνή βαριά, γεμάτη απόφαση να τρομάξη τους απέναντι και να δώση θάρρος στους από δω.
- Ζευ, Άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, βρόντησε το δόρυ σου. Ρίξε τον κεραυνό επάνω τους και κάψτους.
Της Αθηνάς τα παιδιά σαν αετοί ορμούν στην μάχη.
Όλοι μαζί περπατάνε με βήμα σταθερό και συγχρονισμένο. Το τραγούδι τους κάνει τις γειτονικές πλαγιές να αντιλαλούν. Οι άλλοι από αντίκρυ παρακολουθούν βουβοί, αλλά ανήσυχοι. Αυτό το θέαμα πρώτη φορά το αντικρίζουν.
« Μα τελείως τρελλοί είναι αυτοί;»
« Πού πάνε τέλος πάντων;»
« Δεν έχουνε συναίσθηση της πραγματικότητας;»
« Δεν μου αρέσει αυτή η ιστορία!»
« Μα τα βέλη μας δεν θα τους αφήσουν να ζυγώσουν. Θα τους τοξέψουμε στα σίγουρα έτσι πομπώδικα που βαδίζουνε.»
« Εγώ φοβάμαι. Τους φοβάμαι, μα τον Ορομάζδη. Είναι διάολοι θωρακισμένοι. Πώς θα τους σταματήσουν τα βελάκια μας;»
Τα πόδια περπατάνε ρυθμικά και ασυναίσθητα. Τα μυαλά όμως δουλεύουν.
« Αθηνά μου! Τι ανατριχίλα είναι αυτή; Είναι μιλιούνια!»
« Τι χρώματα είναι αυτά, που φοράνε! Αν δεν το βάλουνε στα πόδια ούτε να τους σφάξουμε όλους δεν θα μπορέσουμε.»
« Σαν πολλοί μου φαίνονται!»
« Έχει γούστο να μας κυκλώσουν!»
« Μωρέ δε βαριέσαι. Ό,τι είναι να γίνη, θα γίνη.»
« Τελειώσανε τα ψέματα, όταν γυρίσω στην αγορά θα έχω κι εγώ να διηγέμαι, πώς ξέσκισα τον πρώτο μου εχθρό.»
« Βαρέθηκα τους γέρους να λένε τα κατορθώματά τους κι εγώ μόνο ν’ ακούω, σκέφθηκε ο Μεγακλής απ’ το Μενίδι.»
Η απόσταση που χώριζε τους δύο στρατούς γινότανε αδυσώπητα όλο και μικρότερη. Οι πολλοί με το βέλος στην χορδή περιμένανε το σύνθημα με μισοτεντωμένα τόξα.
Ήχος σάλπιγγας, οι λίγοι αλλάζουν ρυθμό. Αρχίζουν και τρέχουν.
« Τοξεύσατε ! »
Δύο ήχοι σάλπιγγας. Οι λίγοι ξαφνικά σταματάνε.
Τα βέλη πέφτουν δέκα μέτρα μπροστά τους.
Σάλπιγγα, τώρα γρήγορο τρέξιμο.
« Τοξεύσατε !»
Σάλπιγγα, ξαφνικό σταμάτημα. Τα βέλη πέφτουν τώρα πίσω τους.
« Τοξεύσατε κατά βούληση !»
« Ασπίδας επί κεφαλών θέσατε », βρόντησε η φωνή του λοχία, σωματοφύλακα του αρχιστράτηγου, μετά από ένα νόημά του. Όλοι λύγισαν το αριστερό χέρι με την τεράστια ασπίδα, πάνω στο κεφάλι. Οι δούλοι παρέδωσαν τα βαριά δόρατα και τις σπάθες που κουβαλάγανε και πήραν θέση στο τέλος της παρατάξεως. Ακολούθησε μια μικρή, αλλά απόλυτη ησυχία και αμέσως μετά ένα τριπλό στριγκό σάλπισμα. Το σύνθημα της επιθέσεως.
Με τις ασπίδες πάνω από το κεφάλι και κραδαίνοντας το μακρύ δόρυ, οι Αθηναίοι κινήθηκαν με ορμή, σαν ένας άνδρας.
Ο καθένας έβγαζε και μια φωνή. Ότι του ερχότανε στον νου του. Άλλος βλαστήμαγε του κερατάδες τους Μήδους, που ήρθανε να τους καβαλήσουν. Άλλος φώναζε αέρα. Άλλος το όνομα της μάνας του, άλλος της φυλής του, άλλος του δήμου του…
Τα βέλη άρχισαν να πέφτουν πάνω στις ασπίδες βροχή.
Ένα βέλος καρφώθηκε στο δεξί μπούτι του Στόκλη από τα Καμίνια. Το άρπαξε από τα πίσω φτερά και το τράβηξε με δύναμη. Το πόδι μάτωσε και τον έκαψε. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε το τρέξιμο κουτσαίνοντας. Το κράνος χωμένο βαθιά, άφηνε δυο τρύπες μπροστά για να βλέπη. Πίσω από τις τρύπες αυτές αισθανόταν σίγουρος. Ξεχώρισε κιόλας τον αντίπαλό του, καθώς τον πλησίαζε. Τράβηξε το δεξί του χέρι προς τα πίσω, το δόρυ κόλλησε στην εσωτερική επιφάνεια του μπράτσου του. Μετά, τρέχοντας πάντα και μικραίνοντας τα βήματά του, το τέντωσε εμπρός, πάνω σ’ έναν μελαψό τοξότη με πορτοκαλί μακρύ χιτώνα, που από τον φόβο του καθώς τον έβλεπε να τρέχη κατά πάνω του, κατέβασε το τόξο με το βέλος στην μισοτεντωμένη χορδή του και με γουρλωμένα μάτια τον κύτταγε ακούνητος.
Το δόρυ με ένα απαλό «πλάφ» βυθίστηκε στο σώμα του μελαψού τοξότη, που λύγισε προς τα εμπρός.
Στα δεξιά του ο Αρίστος είχε ήδη τραβήξει το βαρύ σπαθί από το θηκάρι και χύθηκε πάνω στους έκπληκτους αντιπάλους του. Ο ελαφρύς οπλισμός τους στην πάλη σώμα με σώμα δεν τους βοηθούσε. Τα βαριά σπαθιά πέφτανε στους ακάλυπτους ώμους και σπάγανε κλείδες και ωμοπλάτες ή τρυπάγανε κοιλιές και στήθη.
Αυτοί που χτυπάγανε κι αυτοί που δέχονταν τα χτυπήματα, φωνάζανε το ίδιο ξέφρενα και απάνθρωπα. Η αγριάδα της νίκης και της ήττας είναι η ίδια.
Στις πίσω γραμμές δόθηκε το σύνθημα της φυγής.
« Φευγάτε για να σωθούμε.»
« Πίσω στα καράβια, προτού μας τα κάψουνε.»
« Σταθήτε, ξεφωνίζει ένας αξιωματικός τους. Το ιππικό μας θα τους σταματήση αυτούς τους διαόλους του κερατά.»
Το ιππικό όμως δεν έφθασε ποτέ. Κάτι έλη του κόψανε τον δρόμο. Ο αρχιστράτηγος ο κυρ Μίλτος το είχε προβλέψει κι αυτό.
«Τα πλοία τους. Κάψτε τα πλοία τους.»
« Να μην γλυτώση κανένας τους.»
Η άτακτη φυγή τους γεννά και μια καινούρια λέξη < πανικός>.
« Όλοι στα κουπιά », βρυχήθηκε ο Πέρσης κελευστής και έδωσε το σύνθημα του ξεκινήματος.
Η αμμουδιά γεμίζει πτώματα και η θάλασσα γίνεται κόκκινη, ο στρατηγός Καλλίμαχος δέχθηκε από τους τοξότες ενός πλοίου τόσα βέλη και ακόντια, ώστε και νεκρός ήταν όρθιος στηριζόμενος από αυτά. Κοντά του πέφτει και ο αδελφός του Αισχύλου ο Κυναίγειρος, που προσπαθώντας να ανέβη σ’ ένα πλοίο του έκοψαν τα χέρια μ’ ένα τσεκούρι.
Τα κοιλαράδικα ανατολίτικα καράβια όμως άρχισαν να κινούνται αργά από την αμμουδερή παραλία . Η καταραμένη ξηρά άρχισε σιγά – σιγά να απομακρύνεται. Στη ακτή η σφαγή συνεχιζόταν.
Καθώς ο Μιτζιθράτης από τα Σούσα τράβαγε λαχανιασμένος κουπί και η καρδιά του από τον φόβο και την προσπάθεια πήγαινε να σπάση, ρωτάει ασυναίσθητα τον πλαϊνό συγκωπηλάτη του.
« Και πώς το λένε το καταραμένο αυτό μέρος ;»
« Μαραντούνα…Μαρατούνα ή κάπως έτσι.»
Καθώς τράβαγε κουπί ο Μιτζιθράτης μελαγχόλησε.
Μαζί με την μάχη χάθηκε και το πριμ που τους είχανε τάξει.
« Γρήγορα, τα νέα της νίκης πρέπει να φθάσουν στην Αθήνα. Δεν είναι και λίγοι αυτοί που θέλουν να συνθηκολογήσουν, και οι Μήδοι έβαλαν πλώρη για το Φάληρο.»
Ξεκινά ο Θέρσιππος, τρέχοντας να πάει το μήνυμα στην Αθήνα, είναι κουρασμένος από την ολοήμερη μάχη. Φεύγει πάνοπλος, στους γύρω λόφους υπάρχουν ακόμη πολλοί Πέρσες. Τρέχει αδιακόπως και φθάνει στην πόλη έχοντας φυλάξει την τελευταία του αναπνοή, για να φωνάξη μια λέξη : Νενικήκαμεν.

« Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν »
Άβαταρ μέλους
νικος
Λύκειο
Λύκειο
Δημοσιεύσεις: 1994
Εγγραφή: 11 Νοέμ 2012, 02:41
11
Τοποθεσία: ΣΙΦΝΟΣ
Has thanked: 42 times
Been thanked: 241 times
Ηλικία: 54

Πολυ ωραιο αποσπασμα Μαρινο!!
Ολα ειναι δρομος
Άβαταρ μέλους
yiannischris
Δάσκαλος Ξυρίσματος
Δάσκαλος Ξυρίσματος
Δημοσιεύσεις: 5371
Εγγραφή: 22 Μαρ 2013, 09:22
11
Τοποθεσία: Patras
Has thanked: 8965 times
Been thanked: 17780 times
Ηλικία: 58

Μαρίνο ωραίο !!
Γιάννης
Άβαταρ μέλους
christostz03
Λύκειο
Λύκειο
Δημοσιεύσεις: 2011
Εγγραφή: 29 Νοέμ 2013, 10:11
10
Τοποθεσία: Αρτέμιδα - Αττική
Has thanked: 6352 times
Been thanked: 9776 times
Ηλικία: 43

Ωραίο το απόσπασμα.

Παρουσιάζει τα γεγονότα με μια πιο σύγχρονη οπτική, πιο σλανγκ γλώσσα, που είναι ωραίο.

Μία ερώτηση μόνο ... γιατί έχω την εντύπωση ότι το νενικήκαμεν το είπε ο Φειδιππίδης και, όντως, έχοντας φθάσει εν πλήρει εξαρτίσει στην Αθήνα (και λόγο ακριβώς αυτής της εξάντλησης που του προκάλεσε το βάρος όλης της πανοπλίας - και φυσικά και η μάχη νωρίτερα - ξεψύχησε) ?

Υπάρχει μία διχογνωμία εδώ μεταξύ των ιστορικών για το ποιος τελικά ήταν αυτός που έφερε το μήνυμα στην Αθήνα - αν τελικά υπήρξε κάποιος.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης ήταν αυτός που πήγε στην Σπάρτη ζητώντας βοήθεια και έπειτα αφού επέστρεψε συμμετείχε στην μάχη (και ίσως και να είναι αυτός που έχει το δίκιο αφού αυτός "κάλυψε" τους Περσικούς πολέμους ...).

Προγενέστεροι του Ηροδότου αναφέρουν το όνομα του Θέρσιππου ...

Τελικά ποιός έχει δίκιο κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ...

Όποιος και να το έκανε, σημασία έχει ότι το γεγονός έμεινε στους αιώνες ...
Wet Shaving Rules !!!

"Φορτώστε" σαν να μην υπάρχει αύριο ... Λεφτά για καινούρια κρέμα ή σαπούνι ΠΑΝΤΑ υπάρχουν ...

-- Χρήστος --
Άβαταρ μέλους
marinos79
Γυμνάσιο
Γυμνάσιο
Δημοσιεύσεις: 886
Εγγραφή: 22 Ιαν 2013, 12:57
11
Τοποθεσία: Βύρωνας - Αττικής.
Has thanked: 190 times
Been thanked: 762 times
Ηλικία: 62

Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει το όνομα αυτού που πήγε το μήνυμα της νίκης στην πόλη. Γνωρίζοντας μόνο το όνομα του ημεροδρόμου Φειδιππίδου, που πήγε και ήλθε στην Σπάρτη, υποθέσαμε ότι αυτός μετέφερε και το "νενικήκαμεν".
Ο Παυσανίας όμως τον ονοματίζει ως Θέρσιππο.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βιβλίο”