3 κλασσικά ανέκδοτα
Δημοσιεύτηκε: 19 Φεβ 2016, 08:03
1------------------
– Δύο παντρεμένες γυναίκες βγήκαν για έξοδο ένα Σαββατόβραδο χωρίς τους συζύγους τους (άκου πράγματα !).
– Καθώς γύριζαν στο σπίτι με τα πόδια κατά τα ξημερώματα αισθάνθηκαν έντονη την ανάγκη για κατούρημα.
Το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να κρυφτούν για να ξαλαφρώσουν ήταν ένα νεκροταφείο.
– Φοβισμένες αποφάσισαν να μπουν και να κατουρήσουν.
– Η πρώτη δεν είχε τίποτα για να καθαριστεί, έτσι έβγαλε το κυλοτάκι της, σκουπίστηκε και το πέταξε.
Η δεύτερη επίσης δεν είχε τίποτα, αλλά σκέφτηκε «Α εγώ δεν πρόκειται να πετάξω την κυλόττα μου» και χρησιμοποίησε την
κορδέλα από ένα στεφάνι λουλουδιών για να καθαριστεί.
Το επόμενο πρωί οι γυναίκες ήταν ξερές στον ύπνο, και οι δύο σύζυγοι ανήσυχοι μιλούσαν μεταξύ τους στο τηλέφωνο.
Φίλε, φοβάμαι ότι έχουμε μπλέξει και πρέπει να ψαχνόμαστε. Αυτές κάτι άσχημο έκαναν χτες βράδυ.
– Η δικιά μου γύρισε χωρίς κυλόττα.
-Εσύ; τυχερός είσαι. Η δικιά μου γύρισε και είχε μια κάρτα κολλημένη στον κ*λο της που έγραφε :
«Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ»
2-------------------
Ήταν ένας τύπος ο οποίος είχε χοιροστάσιο . Την εποχή που έπρεπε να γκαστρωθούν οι γουρούνες του ψοφήσανε όλα τα αρσενικά. Τι να κάνει πάει στον κτηνίατρο .
– Γιατρέ μου σώσε με , τώρα που πρέπει να γκαστρωθούν οι γουρούνες μου ψόφησαν τα αρσενικά .
– Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα . Έχουν ψοφήσει όλα τα αρσενικά της περιοχής , θα πρέπει να περιμένεις μέχρι του χρόνου .
– Τι λες γιατρέ, καταστράφηκα, κάποια λύση θα πρέπει να υπάρχει .
– Μόνο μία . Να τις γκαστρώσεις εσύ .
– Τι ; Θα τρελάθηκες . Και άντε πες ότι τις πη**ω πως θα καταλάβω ότι τις γκάστρωσα ;
– Κοίτα να δεις . Αν την άλλη μέρα το πρωί οι γουρούνες είναι μέσα στην λάσπη τότε δεν πέτυχες . Αν είναι στο χορτάρι τότε γκαστρώθηκαν. Τι να κάνει φεύγει από τον γιατρό και πηγαίνει μες στον στάβλο που είναι οι γουρούνες , τις » βάζει » κάτω μία μία και τις ξεσκίζει στο πή**μα . Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, τι να δει , όλες οι γουρούνες μες στην λάσπη .
– Γαμώτο , μάλλον δεν εμπνέονται από το περιβάλλον του στάβλου σκέφτεται , και τις φορτώνει στο DATSUN και τις πηγαίνει σε κάτι αγρούς και τις πη**ει για δεύτερη φορά . Την άλλη μέρα τα ίδια πάλι , όλες οι γουρούνες μες στην λάσπη .
– Φτου σου , μάλλον θα θέλουν βουνό , φαίνεται και τις φορτώνει πάλι στο DATSUN και τις πηγαίνει πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο με θέα από κάτω και τις ξαναπη**ει για τρίτη φορά . Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να μαζέψει τα πόδια του από τα συνεχή πη**ματα .
– Σήκω , του φωνάζει η γυναίκα του , να πας στον στάβλο .
– Δεν μπορώ γυναίκα , πήγαινε εσύ να δεις τι κάνουν οι γουρούνες . Πηγαίνει η γυναίκα του και επιστρέφει .
– Λέγε γυναίκα που είναι οι γουρούνες , στο χορτάρι ή στην λάσπη ;
– Ούτε στο χορτάρι ούτε στην λάσπη ……. Πάνω στο DATSUN είναι και κορνάρουν .
3---------------------------
«Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική:
– «Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι κατάλαβα από οργάνωση και υπηρεσίες; Mου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας…
πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη, και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
– «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
– «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε».
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.
Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.
– «Ελληνική ανοργανωσιά…», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
– «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος:
– «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»
– «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.
– «Πλάκα μου κάνεις;;;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»
– «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα… Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…
– Δύο παντρεμένες γυναίκες βγήκαν για έξοδο ένα Σαββατόβραδο χωρίς τους συζύγους τους (άκου πράγματα !).
– Καθώς γύριζαν στο σπίτι με τα πόδια κατά τα ξημερώματα αισθάνθηκαν έντονη την ανάγκη για κατούρημα.
Το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να κρυφτούν για να ξαλαφρώσουν ήταν ένα νεκροταφείο.
– Φοβισμένες αποφάσισαν να μπουν και να κατουρήσουν.
– Η πρώτη δεν είχε τίποτα για να καθαριστεί, έτσι έβγαλε το κυλοτάκι της, σκουπίστηκε και το πέταξε.
Η δεύτερη επίσης δεν είχε τίποτα, αλλά σκέφτηκε «Α εγώ δεν πρόκειται να πετάξω την κυλόττα μου» και χρησιμοποίησε την
κορδέλα από ένα στεφάνι λουλουδιών για να καθαριστεί.
Το επόμενο πρωί οι γυναίκες ήταν ξερές στον ύπνο, και οι δύο σύζυγοι ανήσυχοι μιλούσαν μεταξύ τους στο τηλέφωνο.
Φίλε, φοβάμαι ότι έχουμε μπλέξει και πρέπει να ψαχνόμαστε. Αυτές κάτι άσχημο έκαναν χτες βράδυ.
– Η δικιά μου γύρισε χωρίς κυλόττα.
-Εσύ; τυχερός είσαι. Η δικιά μου γύρισε και είχε μια κάρτα κολλημένη στον κ*λο της που έγραφε :
«Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ»
2-------------------
Ήταν ένας τύπος ο οποίος είχε χοιροστάσιο . Την εποχή που έπρεπε να γκαστρωθούν οι γουρούνες του ψοφήσανε όλα τα αρσενικά. Τι να κάνει πάει στον κτηνίατρο .
– Γιατρέ μου σώσε με , τώρα που πρέπει να γκαστρωθούν οι γουρούνες μου ψόφησαν τα αρσενικά .
– Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα . Έχουν ψοφήσει όλα τα αρσενικά της περιοχής , θα πρέπει να περιμένεις μέχρι του χρόνου .
– Τι λες γιατρέ, καταστράφηκα, κάποια λύση θα πρέπει να υπάρχει .
– Μόνο μία . Να τις γκαστρώσεις εσύ .
– Τι ; Θα τρελάθηκες . Και άντε πες ότι τις πη**ω πως θα καταλάβω ότι τις γκάστρωσα ;
– Κοίτα να δεις . Αν την άλλη μέρα το πρωί οι γουρούνες είναι μέσα στην λάσπη τότε δεν πέτυχες . Αν είναι στο χορτάρι τότε γκαστρώθηκαν. Τι να κάνει φεύγει από τον γιατρό και πηγαίνει μες στον στάβλο που είναι οι γουρούνες , τις » βάζει » κάτω μία μία και τις ξεσκίζει στο πή**μα . Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, τι να δει , όλες οι γουρούνες μες στην λάσπη .
– Γαμώτο , μάλλον δεν εμπνέονται από το περιβάλλον του στάβλου σκέφτεται , και τις φορτώνει στο DATSUN και τις πηγαίνει σε κάτι αγρούς και τις πη**ει για δεύτερη φορά . Την άλλη μέρα τα ίδια πάλι , όλες οι γουρούνες μες στην λάσπη .
– Φτου σου , μάλλον θα θέλουν βουνό , φαίνεται και τις φορτώνει πάλι στο DATSUN και τις πηγαίνει πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο με θέα από κάτω και τις ξαναπη**ει για τρίτη φορά . Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να μαζέψει τα πόδια του από τα συνεχή πη**ματα .
– Σήκω , του φωνάζει η γυναίκα του , να πας στον στάβλο .
– Δεν μπορώ γυναίκα , πήγαινε εσύ να δεις τι κάνουν οι γουρούνες . Πηγαίνει η γυναίκα του και επιστρέφει .
– Λέγε γυναίκα που είναι οι γουρούνες , στο χορτάρι ή στην λάσπη ;
– Ούτε στο χορτάρι ούτε στην λάσπη ……. Πάνω στο DATSUN είναι και κορνάρουν .
3---------------------------
«Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική:
– «Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι κατάλαβα από οργάνωση και υπηρεσίες; Mου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας…
πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη, και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
– «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
– «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε».
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.
Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.
– «Ελληνική ανοργανωσιά…», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
– «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος:
– «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»
– «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.
– «Πλάκα μου κάνεις;;;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»
– «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα… Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…