Σοφούλειο 14ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης- Οι παλιές οι γειτονιές
Δημοσιεύτηκε: 20 Ιούλ 2013, 12:34
Ένα από τα βιβλία που διαβάζω αυτό τον καιρό είναι μια έδοση του Σοφούλειου 14ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης με τίτλο "Οι παλιές οι γειτονιές". Είναι μια συγγραφική προσπάθεια του 14ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, που γράφουν και εκδίδουν ένα βιβλίο με διαφορετικό θέμα κάθε φορά.
Το σύγγραμμα πραγματεύεται αναμνήσεις παλαιοτέρων από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης των δεκαετιών του ’50 και του ’60, περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, την δομή της κοινωνίας των χρόνων εκείνων, στιγμές από την καθημερινότητα, τις σπουδές και την διασκέδαση των ανθρώπων. Ένα μεγάλο κομμάτι είναι αφιερωμένο σε κάποια επαγγέλματα επιλεκτικά και στάθηκα ιδιαίτερα σε εκείνο των κουρείων, που μου έκανε εντύπωση. Παραθέτω παρακάτω ένα απόσπασμα, με αρκετή νοσταλγία (οι λίγο μεγαλύτεροι θα πρόλαβαν ασφαλώς μπαρμπέρικα που υπήρχαν έως και την δεκαετία του ’80).
"Κουρέας
Οι άντρες ήταν συνήθως αξύριστοι. Ξυριζόντανε το πολύ δυο φορές την εβδομάδα, οι πιο πολλοί στα κουρεία και οι λίγοι, μόνοι τους, στο σπίτι.
Δεν υπήρχε ούτε ένας κουρέας, που να μην κοίταζε έξω, στο δρόμο και στα αντικρινά σπίτια, όσο ακόνιζε στο πετσί το ξυράφι του. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ανοιγόκλεινε στα κούφια και ταχύτατα το ψαλίδι του στον αέρα, ανάμεσα σε δυο κανονικές ψαλιδιές στα μαλλιά. Αυτή η συνήθεια επέτρεπε στους μπαρμπέρηδες να παρακολουθούν τα συμβαίνοντα στην γειτονιά και να είναι πλήρως ενημερωμένοι. Έτσι εμπλούτιζαν τη φλυαρία τους με διάφορα ενδιαφέροντα γεγονότα τω περιοίκων, όταν σε κάθιζαν ακίνητο και απροστάτευτο στην πολυθρόνα.
Στο ξύρισμα δεν υπήρχαν διακρίσεις. Όλοι οι πελάτες ξυριζόντανε με το ίδιο πινέλο και το ξυράφι ήταν ένα και μοναδικό. Του ’κανε, όμως, ο κουρέας μια αστραπιαία απολύμανση: το βουτούσε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου στο βάζο με το γαλάζιο οινόπνευμα, πιστεύοντας ότι έτσι σκοτώνονταν αυθωρεί όλα ανεξαιρέτως τα μικρόβια.
Η σαπουνάδα στα συνοικιακά κουρεία γινότανε με τριμμένο, πράσινο σαπούνι, παρασκευασμένο στο ρεντέ από την κυρά του κουρέα. Τα καλά κουρεία είχαν άσπρο σαπούνι ή "μοσχοσάπουνο Ερμής" και πάνω σ’ αυτό έτριβαν το κοινόχρηστο πινέλο, βουτηγμένο στο ζεστό νερό από την τσαγιέρα και στραγγισμένο στο δάπεδο με τα δάχτυλα του κουρέα.
Γενικά, οι καλφάδες είχαν σε απόλυτη περιφρόνηση τα μικρόβια και τα’ αντιμετώπιζαν σαν να μην υπήρχαν.
Μετά το ξύρισμα άρχιζε η πολυτέλεια: αφού σου πασαλείβανε τα μάγουλα και το λαιμό με βαριά, μυρωδάτη, αραιωμένη με νερό, κολώνια τριαντάφυλλο, την επιλεγόμενη "πατσουλί", σου άπλωναν με τις δυο τους παλάμες κρέμα προσώπου, από ένα πατικωμένο σωληνάριο. Ασυγχώρητη χλιδή, θα μου πεις, που σπάνιζε στα κουρεία της γειτονιάς, όπου η περιποίηση του δέρματος περιοριζότανε σε επάλειψη οινοπνεύματος και σε πουντράρισμα με αραιωμένη πούντρα-ταλκ. Όλοι οι φρεσκοξυρισμένοι τότε, ήταν ελαφρώς πουντραρισμένοι…".
Το σύγγραμμα πραγματεύεται αναμνήσεις παλαιοτέρων από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης των δεκαετιών του ’50 και του ’60, περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, την δομή της κοινωνίας των χρόνων εκείνων, στιγμές από την καθημερινότητα, τις σπουδές και την διασκέδαση των ανθρώπων. Ένα μεγάλο κομμάτι είναι αφιερωμένο σε κάποια επαγγέλματα επιλεκτικά και στάθηκα ιδιαίτερα σε εκείνο των κουρείων, που μου έκανε εντύπωση. Παραθέτω παρακάτω ένα απόσπασμα, με αρκετή νοσταλγία (οι λίγο μεγαλύτεροι θα πρόλαβαν ασφαλώς μπαρμπέρικα που υπήρχαν έως και την δεκαετία του ’80).
"Κουρέας
Οι άντρες ήταν συνήθως αξύριστοι. Ξυριζόντανε το πολύ δυο φορές την εβδομάδα, οι πιο πολλοί στα κουρεία και οι λίγοι, μόνοι τους, στο σπίτι.
Δεν υπήρχε ούτε ένας κουρέας, που να μην κοίταζε έξω, στο δρόμο και στα αντικρινά σπίτια, όσο ακόνιζε στο πετσί το ξυράφι του. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ανοιγόκλεινε στα κούφια και ταχύτατα το ψαλίδι του στον αέρα, ανάμεσα σε δυο κανονικές ψαλιδιές στα μαλλιά. Αυτή η συνήθεια επέτρεπε στους μπαρμπέρηδες να παρακολουθούν τα συμβαίνοντα στην γειτονιά και να είναι πλήρως ενημερωμένοι. Έτσι εμπλούτιζαν τη φλυαρία τους με διάφορα ενδιαφέροντα γεγονότα τω περιοίκων, όταν σε κάθιζαν ακίνητο και απροστάτευτο στην πολυθρόνα.
Στο ξύρισμα δεν υπήρχαν διακρίσεις. Όλοι οι πελάτες ξυριζόντανε με το ίδιο πινέλο και το ξυράφι ήταν ένα και μοναδικό. Του ’κανε, όμως, ο κουρέας μια αστραπιαία απολύμανση: το βουτούσε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου στο βάζο με το γαλάζιο οινόπνευμα, πιστεύοντας ότι έτσι σκοτώνονταν αυθωρεί όλα ανεξαιρέτως τα μικρόβια.
Η σαπουνάδα στα συνοικιακά κουρεία γινότανε με τριμμένο, πράσινο σαπούνι, παρασκευασμένο στο ρεντέ από την κυρά του κουρέα. Τα καλά κουρεία είχαν άσπρο σαπούνι ή "μοσχοσάπουνο Ερμής" και πάνω σ’ αυτό έτριβαν το κοινόχρηστο πινέλο, βουτηγμένο στο ζεστό νερό από την τσαγιέρα και στραγγισμένο στο δάπεδο με τα δάχτυλα του κουρέα.
Γενικά, οι καλφάδες είχαν σε απόλυτη περιφρόνηση τα μικρόβια και τα’ αντιμετώπιζαν σαν να μην υπήρχαν.
Μετά το ξύρισμα άρχιζε η πολυτέλεια: αφού σου πασαλείβανε τα μάγουλα και το λαιμό με βαριά, μυρωδάτη, αραιωμένη με νερό, κολώνια τριαντάφυλλο, την επιλεγόμενη "πατσουλί", σου άπλωναν με τις δυο τους παλάμες κρέμα προσώπου, από ένα πατικωμένο σωληνάριο. Ασυγχώρητη χλιδή, θα μου πεις, που σπάνιζε στα κουρεία της γειτονιάς, όπου η περιποίηση του δέρματος περιοριζότανε σε επάλειψη οινοπνεύματος και σε πουντράρισμα με αραιωμένη πούντρα-ταλκ. Όλοι οι φρεσκοξυρισμένοι τότε, ήταν ελαφρώς πουντραρισμένοι…".